Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

Τα ορυκτά καύσιμα και οι σημερινές διατροφικές συνήθειες είναι οι πιο επιβαρυντικοί παράγοντες στο περιβάλλον...

Τα καύσιμα τα οποία χρησιμοποιεί ο πληθυσμός του πλανήτη και οι σημερινές διατροφικές συνήθειες θα ορίσουν, σε μεγάλο βαθμό, το κατά πόσον ο 21ος αιώνας θα είναι όλο και πιο βιώσιμος ή θα αποδειχθεί αδιέξοδο για δισεκατομμύρια ανθρώπους, σύμφωνα με έκθεση που έδωσε στη δημοσιότητα η Διεθνής Επιτροπή για τη Βιώσιμη Διαχείριση Πόρων.
Στην 149 σελίδων έκθεση, με τίτλο «Περιβαλλοντικός αντίκτυπος της Κατανάλωσης και Παραγωγής: προτεραιότητας σε προϊόντα και υλικά», υποστηρίζεται ότι η επίτευξη των στόχων βιωσιμότητας μπορεί να ξεκινήσει με δραματικές βελτιώσεις στις συνήθειες των νοικοκυριών στη χρήση ενέργειας και κατανάλωση τροφής, συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων θέρμανσης και ψύξης, των οικιακών συσκευών και του τρόπου μετακίνησης.
Απευθύνεται, παράλληλα έκκληση για σημαντική αλλαγή του διαιτολογίου, με απομάκρυνση από τις ζωικές πρωτεΐνες προς τρόφιμα τα οποία βασίζονται περισσότερο σε λαχανικά, για να περιοριστούν οι πιέσεις που ασκούνται στο περιβάλλον.
«Η Επιτροπή κατέληξε ότι η ενέργεια, με τη μορφή των ορυκτών καυσίμων και η γεωργία, ειδικά η εκτροφή ζώων για κρέας και γαλακτοκομικά έχουν δυσανάλογα μεγάλο αντίκτυπο στους ανθρώπους και στα συστήματα υποστήριξης ζωής στον πλανήτη», τόνισε ο διαχειριστικός διευθυντής του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον (UNEP) Άχιμ Στάινερ.
Από την πλευρά του, ο ένας εκ των δύο προέδρων της Επιτροπής Ερνστ φον Βαϊτσέκερ υπογράμμισε ότι «στην περίπτωση του διοξειδίου του άνθρακα, ένας διπλασιασμός του πλούτου οδηγεί, τυπικά, σε αύξηση κατά 60% με 80% των περιβαλλοντικών πιέσεων και στην περίπτωση των αναδυόμενων οικονομιών το ποσοστό αυτό είναι πολλές φορές μεγαλύτερο. Στην περίπτωση της τροφής, ο αυξανόμενος πλούτος πυροδοτεί μετατόπιση του διαιτολογίου προς το κρέας και τα ζώα που εκτρέφονται για γαλακτοκομικά καταναλώνουν σήμερα μεγάλο μέρος των καλλιεργειών».
Στην έκθεση δίνονται προτεραιότητες για τις παγκόσμιες περιβαλλοντικές προσπάθειες και αυτές είναι:
- τα αγροτικά προϊόντα, ιδιαίτερα τα κτηνοτροφικά. Σημειώνεται ότι στην αγροτική παραγωγή αναλογεί το 70% της παγκόσμιας κατανάλωσης νερού και το 38% της συνολικής χρήσης γης. Επίσης, στην παραγωγή τροφίμων αντιστοιχεί το 19% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και το 60% της συνολικής ρύπανσης με φώσφορο και άζωτο καθώς και το 30% της τοξικής μόλυνσης στην Ευρώπη.
- οι χρήστες ορυκτών καυσίμων, ειδικά οι επιχειρήσεις ηλεκτρισμού και οι λοιπές βιομηχανίες έντασης ενέργειας, η οικιακή θέρμανση και οι μεταφορές. Η εκμετάλλευση εναλλακτικών ορυκτών καυσίμων, όπως οι πετρελαιώδεις άμμοι, συνιστά, δυνητικά, μεγαλύτερη πηγή περιβαλλοντικής επιβάρυνσης.
- τα υλικά, ιδιαίτερα τα πλαστικά, ο σίδηρος, το ατσάλι και το αλουμίνιο, των οποίων η χρήση αυξάνει.
Η Επιτροπή εκτιμά ότι μια αύξηση 50% του παγκόσμιου πληθυσμού το 2050 θα αντισταθμίσει τα όποια κέρδη σε αποδοτικότητα επιτευχθούν μέσω της μείωσης των επιπτώσεων από τη γεωργία.
Κατά συνέπεια, «μια ουσιαστική μείωση των επιπτώσεων μπορεί να επιτευχθεί μόνον με μια ουσιαστική παγκόσμια αλλαγή των διατροφικών συνηθειών, απομακρυνόμενοι από το κρέας και τα γαλακτοκομικά», καταλήγει η έκθεση.
«Η έκθεση αυτή δίνει το μήνυμα ότι δεν υπάρχει πιο κατάλληλη συγκυρία από τη σημερινή για μια αλλαγή προς μια οικονομία αποδοτικών πόρων», τόνισε ο Ευρωπαίος επίτροπος για το περιβάλλον Γιάνες Ποτότσνικ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

 
back to top