Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2012

Η παραβολή του ασώτου υιού...

Ένας άνθρωπος είχε δύο γιούς, όταν κάποιος τους έβλεπε δεν μπορούσε να τους ξεχωρίσει, σαν δύο σταγόνες νερό όπως έλεγαν όλοι στο χωριό. Όταν έκλεισε τα μάτια του, μοίρασε την περιουσία του στη μέση, τα παράλια οικόπεδα στον πρωτότοκο και τα βορεινά στον δευτερότοκο. Και οι δύο πήγαν αμέσως στην τράπεζα και τα υποθήκευσαν. Ο μεγάλος έχτισε ένα πολυτελές σπίτι με πισίνα, και ο μικρός αγόρασε τα διπλανά φθηνά οικόπεδα και παρά το γεγονός ότι το έδαφος ήταν τραχύ ξεκίνησε να τα καλλιεργεί. Και η ζωή κυλούσε με σχετική άνεση για τον μεγάλο ο οποίος εξασφάλισε και μια θέση γραφέα στον Δήμο και με στρατιωτική πειθαρχία για τον μικρό ο οποίος δούλευε συστηματικά για να επεκτείνει την επιχείρηση του. “Αχ τι ωραία που είναι να μένεις στην παραλία” αναφωνούσε ο μικρός κάθε καλοκαίρι που επισκεπτόταν τον αδελφό του αυστηρά για μια εβδομάδα, “πώς θα γυρίσω στο κρύο και μουντό περιβάλλον του βουνού. Ξέρεις κάτι όταν θα βγάλω δύο δραχμές θα έρθω να αγοράσω ένα οικοπεδάκι κοντά σου για τα γεράματα μου. Αλήθεια γιατί δεν σπέρνεις και εσύ στο οικόπεδο σου για να το εκμεταλλευτείς;”. “Μα τι λες” του απαντούσε ο μεγάλος “μια ζωή την έχουμε, έξαλλου τι να τα κάνω τα λεφτά σάμπως θα τα πάρω μαζί μου. Εγώ θέλω να περάσω ποιοτικά τη ζωή μου, ταξιδεύοντας, γλεντώντας και φιλοσοφώντας”. Και έτσι έγινε χάρη στις καταπληκτικές καρτούλες χρώματος μαύρου και χρυσού που διέθετε στο πορτοφόλι του, ο μεγάλος έκανε την μεγάλη ζωή. Κάποια χρόνια μετά οι τράπεζες έκοψαν την πίστωση και απαίτησαν από τον μεγάλο τουλάχιστον την αποπληρωμή κάποιο ποσού. Τα ελάχιστα μαθηματικά που κατείχε του υποδείκνυαν ότι θα έπρεπε να βρει δεύτερη δουλειά. Έτσι απευθύνθηκε στον αδελφό του ο οποίος δέχτηκε να τον πάρει στη δούλεψη του με μισθό εργάτη προκειμένου να τον βοηθήσει. Όμως και με τις δύο τις δουλειές δεν κατάφερνε να ξεχρεώσει και παρακάλεσε τον αδελφό του να ξεπληρώσει αυτός τα δάνεια. Ο αδελφός του ο οποίος πάντα ονειρευόταν ένα παραθαλάσσιο σπίτι δέχθηκε, υπό τον όρο να του μεταβιβάσει το σπίτι στη θάλασσα και να του αφήσει την μικρή αποθήκη στην άκρη του οικοπέδου για να κατοικεί. Και έτσι και έγινε. Σύντομα το νέο μαθεύτηκε στο χωρίο και έγινε θέμα συζήτησης στο καφενείο. “Μα να του πάρει το σπίτι” έλεγαν οι μισοί, “τι σόι αδέλφια είναι…” από την άλλη “τι να έκανε και ο μικρός τόσα χρόνια δούλευε σκληρά για να τα αποκτήσει” έλεγαν οι άλλοι μισοί. “Να τα βλέπεις αυτά να παραδειγματίζεσαι” ακούστηκε ένας πατέρας να λέει στον γιο του. Τα χρόνια πέρασαν και ετυμηγορία δεν έβγαλε το καφενείο. Φταίει ο μεγάλος; Φταίει ο μικρός; Ή μήπως τελικά φταίει ο πατέρας;

Πηγή:http://www.protagon.gr/ - του Χρήστου Ριζογιάννη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

 
back to top