Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

Τα ξύλινα παπούτσια της μικρής γιαπωνέζας...

Μια φορά κι έναν καιρό, γεννήθηκε ένα κοριτσάκι, που από πολύ μικρό του είχαν βάλει εκείνα τα ξύλινα παπούτσια, που βάζουν πάντα στην Ιαπωνία στα κορίτσια όλων των καλών και καθώς πρέπει οικογενειών, ώστε να μένουν τα πόδια τους μικρά και – αργότερα, όταν μεγαλώσουν – αν απατήσουνε τον άντρα τους να μην μπορούν να τρέξουν, όταν αυτός τις κυνηγάει για να τις δείρει ή και να τις σκοτώσει.
Αλλά και από μικρό κορίτσι που ήταν και αργότερα όταν έγινε έφηβη, πάλι «χρησίμευαν» τα ξύλινα παπούτσια που κρατούσαν τα πόδια σαν μέσα σε κλουβί, γιατί αυτό το κοριτσάκι ήταν πολύ άτακτο και συχνά έπρεπε να τρώει ξύλο για να μάθει να είναι – αργότερα, όταν μεγαλώσει – καθώς πρέπει, υποταγμένο και υπάκουο και πάνω απ’ όλα «καθώς πρέπει».
Έτσι, φυτεύτηκε από πολύ μικρή μέσα της ο φόβος και η υποταγή. Ο φόβος της τιμωρίας («μην το μάθει ο πατέρας σου», «καλύτερα να μην δει η μάνα σου τι έκανες» κ.λπ.)· ο φόβος να μην την αγαπούν («όταν δεν είσαι καλό παιδί δεν σ’ αγαπάω»)· ο φόβος μην μείνει μόνη, ο φόβος της απόρριψης και ένα σωρό άλλοι φόβοι που -σαν κλουβί- την κρατούσαν φυλακισμένη μέσα τους, όπως τα ξύλινα παπούτσια τής κρατούσαν φυλακισμένα τα πόδια της.
Έλα, όμως, που το κοριτσάκι τρελαινόταν για αταξίες! Τίποτα δεν μπορούσε να την κάνει να τις σταματήσει εντελώς, να νεκρώσει μέσα της αυτή τη ζωντανή και όλο υγεία ορμητική διάθεση των παιδιών για αταξίες! Κι όπως ήταν και πολύ ξύπνια από μικρή, βρήκε τον τρόπο να τις κάνει κρυφά, χωρίς να την παίρνουνε σχεδόν ποτέ χαμπάρι. Κι έτσι άρχισε να ζει μία δεύτερη κρυφή ζωή μέσα της, που την βοήθαγε να αντέχει την άλλη, τόσο που μερικές φορές η άλλη ήταν σαν να μην υπάρχει.
Η πιο μεγάλη της «αταξία» ήταν εκείνη που άρχισε τη μέρα που έβαλε το χέρι της ανάμεσα στα πόδια της κι άρχισε να χαϊδεύεται μέχρι που ένα απίστευτο κύμα ευχαρίστησης πλημμύρισε ολόκληρο το σώμα της! Παρ’ όλο που κανένας δεν της το είχε πει ήξερε, σαν από ένστικτο, ότι για τη μάνα της και τον πατέρα της, αυτή ήταν η μεγαλύτερη αταξία που θα μπορούσε να κάνει ποτέ. Μάλιστα, η διαίσθησή της τής είπε ότι τα «ξύλινα παπούτσια» που της φορούσαν είχαν σχέση με αυτή την ευχαρίστηση. Ναι, σίγουρα, αυτή η ευχαρίστηση ήταν η μεγαλύτερη «αταξία» που μπορούσε να κάνει, αλλά ήταν και αυτό που την έκανε να νοιώθει μια τρομερή ελευθερία, μια ελευθερία που δεν υπήρχε στην υπόλοιπη – βαλμένη σε «ξύλινα παπούτσια» – μίζερη ζωή της. Κι άρχισε να το κάνει όποτε μπορούσε.
Όταν, μετά από κάποια χρόνια, η μάνα της υπέθεσε ότι η κόρη της έφτασε σε ηλικία που θα έπρεπε να έχει αρχίσει να αναρωτιέται γι’ αυτή «την ευχαρίστηση», φρόντισε με τον τρόπο της να φτιάξει άλλο ένα «κλουβί» για τα κοριτσάκι: την έκανε να νοιώσει ότι η ευχαρίστηση αυτή ήταν η μεγαλύτερη αμαρτία που μπορούσε να κάνει μια γυναίκα, ότι ήταν κάτι φοβερό και ανήθικο, κάτι που «δεν αρμόζει στα καλά κορίτσια», κάτι που το κάνεις μόνο όταν αγαπάς, κάτι που είναι μόνο για παντρεμένες, κάτι που δεν είναι για «καθώς πρέπει κοπέλλες». Το ίδιο, αλλά με τον δικό του τρόπο του, της το φύτεψε μέσα της και ο πατέρας της.
Έτσι συνέχισε και στην εφηβεία της αυτή η ευχαρίστηση να είναι η μεγαλύτερη αταξία της, που όμως έγινε σιγά σιγά και η πρώτη και βαθύτερη ενοχή της που – αργότερα, όταν μεγάλωσε – την έκανε να μην τολμά από ενοχή και φόβο τιμωρίας, να αντλήσει αυτή την ευχαρίστηση από μία κανονική ερωτική σχέση, και να συνεχίζει κρυφά να την προσφέρει μόνη της στο σώμα της, μέχρι που το σταμάτησε κι αυτό!
Ένας άλλος τρόπος που ανακάλυψε από μικρή ότι της έδινε ευχαρίστηση, καθώς της δημιουργούσε μία αίσθηση ελευθερίας, ήταν να «παίζει θέατρο». Έστησε μέσα της ένα θέατρο εικοσιτετράωρης λειτουργίας, όπου έπαιζε ασταμάτητα ένα έργο στο οποίο αυτή η ίδια ήταν η ηρωίδα – συνήθως κάποια που γινόταν θυσία για τους άλλους. Αυτό της άρεσε τόσο πολύ που όταν κάποτε ρίζωσε για τα καλά μέσα της, δηλαδή όταν της έγινε συνήθεια, ξεκίνησε δειλά δειλά στην αρχή και ακράτητα μετά, να το βγάζει προς τα έξω, και πια η μέσα «παράσταση» και η έξω έγιναν ένα, έτσι που κι ίδια κάποτε άρχισε να μην μπορεί μερικές φορές να ξεχωρίσει τι ήταν αλήθεια και τι θέατρο.
Κι έτσι, το κοριτσάκι μεγαλώνοντας ήταν κάπως σαν ανάπηρο. Τόσα χρόνια τα πόδια του μέσα στα ξύλινα παπούτσια έμειναν μικρά, αδύναμα, άτολμα, φοβισμένα, ανασφαλή, αβέβαια, καχύποπτα, λυπημένα – σαν πουλιά που είναι χρόνια σε κλουβί. Κι έτσι, μεγάλη γυναίκα πια, δεν μπορούσε να τρέξει ελεύθερα «γράφοντας όλους στα παλιά της τα παπούτσια» γιατί, βλέπετε, τα ξύλινα παπούτσια δεν παλιώνουν ποτέ!
Συνέχισε την κρυφή της ζωή, συνέχισε το θέατρο που το είχε κάνει πια επιστήμη έτσι που και η ίδια δεν μπορούσε να δει τι γίνεται στ’ αλήθεια και κορόιδευε τον ίδιο της τον εαυτό, θεωρώντας ότι είναι μία ηρωίδα που θυσιάζεται για τους άλλους – για τη μάνα της, για τον πατέρα της, για τον άντρα της… Και η «μεγάλη ευχαρίστηση», η «μεγάλη ελευθερία» που είχε νοιώσει από μικρή, γινόταν όλο και πιο σπάνια, και πάντως την κρατούσε πάντα ενοχικά μοναχική, καθώς φοβόταν να την αφήσει να εκραγεί φανερά και μαζί με κάποιον άλλον, με τον άντρα της ή…
Ώσπου μια μέρα η μικρή Γιαπωνέζα, ανακάλυψε ότι … δεν είναι γιαπωνέζα. Ήταν όλα ένα ψέμα. Ανακάλυψε ότι γεννήθηκε στην Ελλάδα, ότι ζει και δουλεύει στην Αθήνα, ότι έστησε γύρω της ένα κλουβί σχέσεων τέτοιων – στο σπίτι, στη δουλειά, στα ερωτικά, στο γάμο, στην αναζήτηση της αλήθειας – που να μην την αφήνουν να δει την αλήθεια. Και είδε ακόμα ότι η αλήθεια ήταν ότι είναι βαθιά δυστυχισμένη και ότι – τι περίεργο – γύρω της υπήρχαν χιλιάδες «μικρές γιαπωνέζες με ξύλινα παπούτσια» που δεν τις έβλεπε πριν.
Όλα τα είδε μέσα σε μια στιγμή, όσο κρατάει μια φλασιά της φωτογραφικής μηχανής. Και τότε θύμωσε. Θύμωσε γι’ αυτό που της είχαν κάνει. Θύμωσε με τον εαυτό της που το δέχτηκε. Θύμωσε γιατί κατάλαβε πως ό,τι μας συμβαίνει εμείς οι ίδιοι το έχουμε προκαλέσει ή απλώς επιτρέψει. Κι όταν της πέρασε ο θυμός, ανακάλυψε ότι είχαν εξαφανιστεί τα «ξύλινα παπούτσια»!
Στην αρχή τρόμαξε πολύ! Θα μπορούσε άραγε χωρίς αυτά «να σταθεί στα πόδια της»; Κάτι μέσα της φοβότανε πως όχι, αλλά και κάτι της έλεγε ότι μπορεί. Κι άρχισε να περπατάει δειλά δειλά μόνη της…
Κι έτσι τώρα πια, άλλοτε παραπατάει, άλλοτε πέφτει, άλλοτε απογοητεύεται, άλλοτε χρησιμοποιεί όλα τα παλιά της κόλπα, αλλά όλο και πιο πολύ ξεφοβάται, όλο και πιο πολύ φέρνει την κρυφή της ζωή στο φως, και γίνεται έντιμη – δηλαδή: αυτό που σκέφτεται, αυτό λέει, κιαυτό κάνει. Ξέρει πια πως ό,τι και να κάνει, τα «ξύλινα παπούτσια» τα έχει πετάξει για πάντα – και πάντως ξέρει ότι δεν είναι γιαπωνέζα.

Πηγή : http://www.paramithas.gr/mikri_giaponeza/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

 
back to top